μειοδοτώ

μειοδοτώ
(е) αμετ. предлагать самую низкую цену, предлагать самое экономичное решение (при подрядных работах и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μειοδοτώ" в других словарях:

  • μειοδοτώ — μειοδοτώ, μειοδότησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μειοδοτώ — έω είμαι μειοδότης σε δημοπρασία, προσφέρω μικρότερη τιμή σε δημοπρασία που γίνεται για την ανάληψη ενός έργου ή για την προμήθεια ενός προϊόντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • μειοδοτώ — μειοδότησα, προσφέρω τη μικρότερη τιμή σε δημοπρασία: Μειοδότησε και κέρδισε τα έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μειοδοσία — η 1. η ενέργεια τού μειοδοτώ, η προσφορά μικρότερης τιμής σε δημοπρασία για την εκτέλεση ενός έργου ή για την προμήθεια ενός πράγματος 2. μτφ. επίδειξη δουλικότητας 3. φρ. «εθνική μειοδοσία» η προδοσία από κάποιον τών συμφερόντων τής πατρίδας του …   Dictionary of Greek

  • μειο- — (από το αρχαίο μείον), α΄ συνθετ. λόγιων λέξεων που σημαίνει λιγότερο: Μειοδοτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»